CARL ROGERS: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ




 
Το κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο που διαμόρφωσε το έργο του Carl Rogers, θα πρέπει να το αναζητήσουμε στις αξίες της αμερικάνικης κοινωνίας. Η εμφάνιση της πελατοκεντρικής θεραπείας στη δεκαετία του ’50 υπήρξε μέρος ενός κινήματος στην αμερικάνικη ψυχολογία, το οποίο στόχευε στη δημιουργία μιας εναλλακτικής επιλογής σε σχέση με τις δύο θεωρίες που εκείνο τον καιρό κυριαρχούσαν στη θεραπεία: την ψυχανάλυση και το συμπεριφορισμό. Το κίνημα  αυτό έγινε γνωστό ως «τρίτη δύναμη», αλλά και ως «ανθρωπιστική» ψυχολογία. Ο Rogers και οι άλλοι θεωρητικοί της πελατοκεντρικής θεραπείας είχαν το κοινό όραμα μιας ψυχολογίας που εξασφάλιζε μια θέση για την ανθρώπινη προσωπικότητα, για δημιουργικότητα, εξέλιξη και επιλογή και επηρεάστηκαν από την ευρωπαϊκή παράδοση της υπαρξιστικής και φαινομενολογικής φιλοσοφίας (Κοσμόπουλος &Μουλαδουδης 2003, 49). Η προσέγγισή του στη συμβουλευτική και τη ψυχοθεραπεία που αποκλήθηκε κατά καιρούς ως «μη καθοδηγητική», «πελατοκεντρική», «προσωποκεντρική» ή «ροντζερινή» έχει προσφέρει ιδέες και μεθόδους που έχουν ενσωματωθεί και σε άλλες προσεγγίσεις. Εκτός από τον Rogers,κεντρικές μορφές στην πρώιμη ανθρωπιστική ψυχολογία ήταν μεταξύ άλλων οι Abraham Maslow, Charlotte Buhler και  Sydney Jourarnd (Μπρούζος 2004,137. McLeod 2003, 209).
Ο Rogers θεωρεί το εμπειρικό θεωρητικό πρότυπο στο οποίο προσανατολίστηκε και ο ίδιος  κατά την επιστημονική του έρευνα, ως ανεπαρκές για τη φιλοσοφική βάση της προσωποκεντρικής προσέγγισης. Πηγή έμπνευσης του έργου του αποτελεί η φαινομενολογική προσέγγιση της γνώσης (Μπρούζος, 2004, 139).Η φαινομενολογία, ως  μέθοδος της φιλοσοφικής έρευνας, αναπτύχθηκε από τον Husserl και γνώρισε μεγάλη απήχηση στην υπαρξιστική φιλοσοφία. Βασική αρχή της αποτελεί η άποψη ότι η έγκυρη γνώση και κατανόηση μπορούν να κατακτηθούν μέσα από την έρευνα και περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν τα πράγματα. Στόχος της φαινομενολογίας είναι να απεικονίσει τη φύση και την ποιότητα της προσωπικής εμπειρίαςΩς εκ τούτου, με την υιοθέτηση της φαινομενολογικής θεωρίας για την αλλαγή της προσωπικότητας, ο σύμβουλος στηρίζει τον πελάτη του κατά τη διαδικασία συνειδητοποίησης των βιωμάτων του, προκειμένου να επέλθουν μεταβολές στη σημασία που δίνει ο πελάτης σε αυτά τα βιώματα .( McLeod, 2003, 209.  Μπρούζος, 2004, 99)
Αντίθετα με την έμφαση που δίνει η ψυχανάλυση στις ενορμήσεις, στα ένστικτα, στο ασυνείδητο, στη μείωση της έντασης και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα κατά τα πρώτα χρόνια, η φαινομενολογική-υπαρξιακή προσέγγιση δίνει έμφαση στην αντίληψη, στα συναισθήματα, στην υποκειμενική αυτοαναφορά, στην αυτοπραγμάτωση και στη διεργασία της αλλαγής ( Pervin & John, 2001). Σύμφωνα με τους υπαρξιστές, ο άνθρωπος είναι κάτι περισσότερο, ένα πρόσωπο στη διαδικασία του «γίγνεσθαι», ένας υποκειμενικά ελεύθερος, υπεύθυνος και αρχιτέκτονας του εαυτού του με δυνατότητες επιλογής.( Μπρούζος. 2004).
Για τον Rogers,ο πυρήνας της φύσης μας είναι ουσιαστικά θετικός. Η βασική μας κατεύθυνση στέφεται προς την αυτοπραγμάτωση. Όπως αναφέρει ο ίδιος « ο οργανισμός έχει μια βασική τάση, αγωνίζεται να πραγματώσει, να διατηρήσει και να ενισχύσει το σύνολο των εμπειριών του»  (Rogers,1951 στο Pervin &John, 2001) Η έννοια της αυτοπραγμάτωσης αφορά την τάση του οργανισμού να εξελιχθεί από μια απλή οντότητα σε μια σύνθετη, να μεταβεί από την εξάρτηση στην ανεξαρτησία, από τη σταθερότητα και την ακαμψία σε μια διαδικασία αλλαγής και ελεύθερης έκφρασης. Η έννοια περιλαμβάνει την τάση του ατόμου να ελαττώσει τις ανάγκες ή την ένταση, αλλά τονίζει την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση που αντλούνται από δραστηριότητες που ενισχύουν τον οργανισμό ( Pervin & John, 2001:251). Η δεύτερη βασική ανάγκη του ατόμου είναι να αγαπηθεί από τους άλλους και εμπεριέχει την «κοινωνιο-κεντρική διάσταση. Οι δυο αυτές αρχές βρίσκονται σε διαλογική σχέση και εξηγούν μεγάλο τμήμα των κινήτρων, των συγκρούσεων και των κοινωνικών διεργασιών (Μπρούζος, 2004:167).
Ο Rogers στη θεωρία του έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αλλαγή της προσωπικότητας  και ως εκ τούτου χρησιμοποίησε ελάχιστες δομικές έννοιες. Η δομική έννοια-κλειδί στη θεωρία του Rogers για την προσωπικότητα αποτελεί η έννοια εαυτός . Συναφείς με αυτή είναι και οι έννοιες αυτοαντίληψη, δομή του εαυτού και ιδεώδης εαυτός. Σύμφωνα με το  Rogers, ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο βλέπει το ίδιο το πρόσωπό του, οι υποθέσεις που κάνει για τις ιδιότητες και τις ικανότητές του και η αξιολόγηση αυτών υπό τη σκοπιά του ίδιου του ατόμου, χαρακτηρίζονται εαυτός ή αυτοαντίληψη, ενώ όταν η θεώρηση προκύπτει από ένα εξωτερικό πλαίσιο τότε χρησιμοποιείται ο όρος δομή του εαυτού. Μια συγγενής δομικά έννοια με τον εαυτό  είναι ο ιδεώδης εαυτός, η αυτοαντίληψη που κάθε άτομο θα ήθελε να έχει και στην οποία αποδίδει τη μεγαλύτερη αξία ( Μπρούζος, 2004:178 κ. έ).
 Σύμφωνα με το Rogers, ο εαυτός διαμορφώνεται, αναπτύσσεται και αλλάζει, μέσα από τις εμπειρίες κάθε άτόμου με το ίδιο το πρόσωπό του αλλά και με τους «σημαντικούς άλλους».Το άτομο κινείται  στο δικό του, προσωπικά κατασκευασμένο κόσμο, στο φαινομενολογικό πεδίο, το οποίο εμπερικλείει γνώσεις, αξιολογήσεις και στόχους, όπως και την οργανισμική τάση αυτοπραγμάτωσης και αντιδρά στην  αντίληψη της πραγματικότητας, όπως καθορίζεται από το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς.   Το άτομο βιώνει εμπειρίες σε σχέση με το πρόσωπό του, βιώνει το πρόσωπό του σε διάφορες σχέσεις και αναπτύσσει διάφορες υποθέσεις σχετικά με αυτό. Κατά τη διάρκεια της εξελικτικής του πορείας, ένα άτομο βιώνει θετική αναγνώριση και τότε αναπτύσσει θετική αυτοαντίληψη. Κατά συνέπεια, το άτομο αυτό καθίσταται ολοένα και περισσότερο ανεξάρτητο από τη θετική αναγνώριση. Αντιθέτως αν το άτομο βιώνει αρνητικές αξιολογήσεις ή υπό όρους αναγνώριση, ελλοχεύει ο κίνδυνος να αναπτυχθεί αρνητική αυτοαντίληψη, εξαρτώμενη από την εξωτερική αναγνώριση. ( Μπρούζος, 2004: 182)
Η θεμελιώδης ανάγκη για θετική αναγνώριση έχει πρώτιστη σημασία κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Όταν οι εμπειρίες του παιδιού αναγνωρίζονται και κατανοούνται από τους «σημαντικούς άλλους» επιλεκτικά, τότε ορισμένες εμπειρίες δε γίνονται αντιληπτές σύμφωνα με την οργανισμική τους αξιολόγηση, αλλά εξετάζονται έτσι ώστε να διατηρηθεί η αναγνώριση εκ μέρους των άλλων. Το πρόσωπο αυτό βιώνει κατάσταση ασυμφωνίας μεταξύ εμπειριών και εαυτού. Η κατάσταση αυτή συνδέεται από ψυχολογική δυσπροσαρμογή και λανθάνουσα απειλή, μολονότι η τελευταία δε γίνεται πάντοτε αντιληπτή( Μπρούζος, 2004:193, Pervin & John, 2001). Διάφορες μελέτες αναφορικά με τη σχέση γονέα-παιδιού δείχνουν ότι η δεκτική και δημοκρατική στάση των γονιών διευκολύνει την υγιή ανάπτυξη του παιδιού και αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τη δική τους αυτοαποδοχή. Οι μητέρες που αποδέχονται τον εαυτό τους  έχουν την τάση να αποδέχονται και τα παιδιά τους. Αποφασιστικής σημασίας όμως είναι και ο τρόπος με τον οποίο τα ίδια τα παιδιά αντιλαμβάνονται τις εκτιμήσεις των γονιών τους. Αν αισθάνονται ότι οι εκτιμήσεις είναι θετικές θα είναι ευχαριστημένα με το σώμα τους και τον εαυτό τους. Αν αισθάνονται ότι οι εκτιμήσεις είναι αρνητικές, θα σχηματίσουν αρνητική εικόνα για το σώμα τους και θα νιώσουν ανασφάλεια (Pervin & John, 2001).
Η έμφαση της θεωρίας του Rogers στη θεραπευτική σχέση, διευρύνει το δρόμο για την υιοθέτηση της θεωρίας και σε μη θεραπευτικές περιοχές, όπως το σχολείο και η εκπαίδευση. Σε αυτή τη μη θεραπευτική σχέση, ο παιδαγωγός λειτουργεί ως αρωγός στην προσπάθεια του ατόμου να αντιμετωπίσει πιθανά προβλήματα και να αναπτυχθεί προσωπικά (Μπρούζος, 2004:103)

2.  Η επέκταση της θεωρίας του Rogers στην Εκπαίδευση
2.1   Οι λόγοι στροφής του ενδιαφέροντος
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’40  ο Rogers αναπτύσσει την παιδαγωγική του φιλοσοφία και το προσωπικό του στυλ διδασκαλίας, το οποίο είναι βαθιά επηρεασμένο  από τη μη κατευθυντική συμβουλευτική μέθοδο την οποία ανέπτυξε στο πεδίο της ψυχοθεραπείας. Ο Rogers χρησιμοποίησε ριζοσπαστικές μεθόδους στις οποίες κεντρική θέση είχαν η μεταφορά της ευθύνης και του βάρους από τη διδασκαλία στη μάθηση, η αμεσότητα της σχέσης με τους φοιτητές και η ομαδική συζήτηση.  Οι λόγοι που τον ώθησαν προς αυτήν την κατεύθυνση είναι οι παρακάτω: (Κοσμόπουλος &Μουλαδουδης 2003: 101)
·       Βαθιά επηρεασμένος από το ψυχροπολεμικό κλίμα και τον ανταγωνισμό που επικρατούσε στη δεκαετία του 1960 μεταξύ των υπερδυνάμεων Η.Π.Α και Σοβιετικής Ένωσης θεωρεί ότι η παιδεία αποτελεί βασικό μέσο κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής και ότι η επίδρασή της είναι καθοριστική για την εξέλιξη της ανθρωπότητας.
·       Οι παιδαγωγικές απόψεις των Αμερικανών προοδευτικών παιδαγωγών John Dewey  και του μαθητή του William Kilpatrick, οι οποίοι πίστευαν ότι ο μαθητής γνωρίζει τι χρειάζεται να μάθει και με πιο τρόπο θα αποκτήσει καλύτερα την απαραίτητη γι’ αυτόν γνώση, άσκησαν σημαντική επιρροή στο έργο του.
·                   Οι έρευνες συνεργατών του και μαθητών του στο χώρο της εκπαίδευσης, έδειξαν ότι η εφαρμογή των θέσεών του επηρέαζε  θετικά. Σύμφωνα με τα πορίσματα των ερευνών, οι μαθητές/σπουδαστές  έδιναν έμφαση στη σχέση δασκάλου και μαθητή,  στο κλίμα ελευθερίας και στο δικαίωμα της επιλογής μέσα στο σχολείο, ώστε να αισθάνονται ως μέλη μιας οικογένειας.
·                   Μετά από επίμονα αιτήματα και από τη μεριά των εκπαιδευτικών, οι οποίοι παρατηρούσαν ότι η πελατοκεντρική θεραπεία θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στο χώρο της αγωγής.
·                   Ο ψυχοθεραπευτής Rogers αισθάνεται την ανάγκη ότι, αν θέλει να βοηθήσει αποτελεσματικότερα τον καταπιεσμένο άνθρωπο, πρέπει να αναζητήσει και άλλα πεδία ευρύτερα από την ατομική ψυχοθεραπεία.
Μετά από δεκάδες άρθρα και διαλέξεις για την αγωγή, τα οποία δημοσιεύτηκαν στις δεκαετίες 1950 και 1960,  ο Rogers προχώρησε το 1969 στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του Freedom to Learn,  το οποίο εμπεριέχει και τις βασικές αρχές της θεωρίας του για την εκπαίδευση.
                           Βιβλιογραφικές πηγές
Κοσμόπουλος, Α.,(2006).Σχεσιοδυναμική Παιδαγωγική του Προσώπου. Αθήνα: ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Κοσμόπουλος, Α. & Μουλαδούδης, Γ., (2003) Ο Carl Rogers και η Πρωσοποκεντρική του Θεωρία για την Ψυχοθεραπεία και την Εκπαίδευση: Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 
McLeod, J., (2003). Εισαγωγή στη Συμβουλευτική. Αθήνα:Μεταίχμιο
Μπρούζος, Α.,(1998).Ο Εκπαιδευτικός ως λειτουργός Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού. Αθήνα: Λύχνος
Μπρούζος, Α., (2009). Ο εκπαιδευτικός ως λειτουργός συμβουλευτικής. Αθήνα: Gutenberg
Μπρούζος, Α., (2004).Προσωποκεντρική Συμβουλευτική Αθήνα: Τυποθήτω-Γιώργος Δαρδανός
Pervin, A. L., & John, P. O., (2001). Θεωρίες Προσωπικότητας. Αθήνα: Τυποθήτω-Γιώργος Δαρδανός
 
Φωτογραφία: Ωγκύστ Ροντέν

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ενσυναίσθηση- Ενεργητική ακρόαση