Τα χαρακτηριστικά και οι ανάγκες των μαθητών στην πρώιμη εφηβεία




Η ανάπτυξη της προσωπικότητας των εφήβων αποτελεί μία περίπλοκη διαδικασία η οποία συνοδεύεται από αισθήματα αναστάτωσης, αμφιταλάντευσης, ενδυνάμωσης των συγκρούσεων σε ενδοπροσωπικό και διαπροσωπικό επίπεδο και διέπεται από δύο αλληλένδετους στόχους: οι έφηβοι επιζητούν τη ριζική αποδέσμευση από την οικογένειά τους και την ανάπτυξη της ταυτότητας (Κουρκούτας, 2001, σ. 82. Meeus, 2003, σ.192).
     Η  απαγκίστρωση των εφήβων από την  επιρροή της οικογένειας αναφέρεται συχνά στη βιβλιογραφία ως δεύτερη περίοδο αποχωρισμού- εξατομίκευσης[1]στην ανάπτυξη του ανθρώπου (Meeus, 2003) και συνεπάγεται την αναδόμηση του κοινωνικού δικτύου των εφήβων από τους σημαντικούς άλλους. Η έντονη στήριξη από την ομάδα συνομιλήκων αντικαθιστά σταδιακά τους γονείς ως τα σπουδαιότερα πρόσωπα αναφοράς και επιτρέπει στον έφηβο να διαμορφώσει στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Οι αλλαγές αυτές συχνά προκαλούν συγκρούσεις με τους γονείς, οι οποίοι αισθάνονται ότι χάνουν τον έλεγχο της κατάστασης και ότι θα πρέπει να αποτρέψουν αυτές τις συμπεριφορές με κάθε τρόπο (Faber & Mazlish, 2005).
  Η διαδικασία, ωστόσο, αποχωρισμού - εξατομίκευσης θα μπορούσε να ειδωθεί ως συνεχής ή ασυνεχής διαδικασία. Η συνεχής προσέγγιση υποστηρίζει  ότι υπάρχει μία σύνδεση (connection) ανάμεσα στην επιρροή των γονέων και των συνομήλικων στην ανάπτυξη της ταυτότητας των εφήβων. Η ασυνεχής προσέγγιση ισχυρίζεται ότι υπάρχει μία σύγκρουση (conflict) ανάμεσα στις δύο ομάδες αναφοράς. Τα αποτελέσματα των ερευνών τονίζουν ότι οι γονείς και οι ομάδες συνομηλίκων κατέχουν σημαντική θέση στην ανάπτυξη της ταυτότητας των εφήβων αλλά σε διαφορετικές περιπτώσεις. Η επιρροή των συνομηλίκων είναι ισχυρότερη κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου των εφήβων, ενώ η επιρροή των γονέων εστιάζεται κυρίως στο σχολείο και στον προσανατολισμό της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των νέων (Meeus, 2003).
Η διαδικασία ανάπτυξης της ταυτότητας αποτελεί το βασικό αναπτυξιακό στόχο των εφήβων. Σύμφωνα με τον James Marcia (Marcia, 1980,σ.160) η ταυτότητα παραπέμπει σε μία υπαρξιακή θέση, την εσωτερική οργάνωση των αναγκών και των ικανοτήτων του εφήβου, στη διαμόρφωση αυτοαντιλήψεων και κοινωνικοπολιτικών στάσεων. Η σύνθεση των στοιχείων της ταυτότητας είναι περισσότερο μια διαδικασία άρνησης παρά ένωσης.
    Η διαμόρφωση της ταυτότητας στη θεωρία του Erikson δίνει έμφαση στην προσπάθεια του εφήβου να καθορίσει ποια είναι τα μοναδικά και ξεχωριστά χαρακτηριστικά του εαυτού του, παίρνοντας αποφάσεις για τις προσωπικές, τις επαγγελματικές, τις σεξουαλικές και τις πολιτικές του προτιμήσεις. Αυτή η διαδικασία αναζήτησης περιλαμβάνει συχνά τη δοκιμή διαφορετικών επιλογών και ρόλων για να διαπιστωθεί αν αντιστοιχούν στις ικανότητες του και στην αντίληψη που έχει για τον εαυτό του. Ο Erikson ονομάζει το στάδιο αυτό στάδιο της ταυτότητας ή σύγχυσης ταυτότητας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, ο έφηβος αναζητάει υποστήριξη από τους συνομηλίκους, ενώ παράλληλα μειώνεται ο βαθμός εξάρτησης από τους ενήλικες. Συγκρίνοντας τον εαυτό του με τους άλλους, ο έφηβος διαχωρίζει τη δική του ταυτότητα από αυτή των άλλων (Feldman, 2010, σ.74-75).
Ο James Marcia επεκτείνοντας τη θεωρία του Erikson για την ανάπτυξη της ταυτότητας υποστηρίζει, ότι το είδος της ταυτότητας που διαμορφώνεται από το άτομο εξαρτάται από την παρουσία ή απουσία δύο χαρακτηριστικών: της κρίσης/αναζήτησης και της δέσμευσης. Η κρίση[2] αποτελεί την περίοδο κατά την οποία ο έφηβος διερευνά εναλλακτικά τρόπους δράσης και παίρνει σημαντικές αποφάσεις. Η δέσμευση αναφέρεται στην παραμονή του ατόμου σε ένα συγκεκριμένο σύνολο πεποιθήσεων, αρχών, αξιών και στόχων. Η προοδευτική δόμηση της προσωπικότητας οριοθετείται από τέσσερις διαφορετικές καταστάσεις ή πρότυπα ταυτότητας: τον αποκλεισμό (foreclosure), τη διάχυση (diffusion), την αναστολή (moratorium) και την επίτευξη συγκρότησης της ταυτότητας (identity achievement) (Feldman, 2010, σ.77. Marcia, 1966, 1980).
Οι έφηβοι που βρίσκονται σε κατάσταση αποκλεισμού, η μετάβασή τους στην ενήλικη ζωή πραγματοποιείται ομαλά με λίγες συγκρούσεις και με περιορισμένο πειραματισμό. Εδώ εντάσσονται οι νέοι που συνήθως δεν εκφράζουν καμία αμφισβήτηση απέναντι στην πραγματικότητα των γονέων, δεν επιτάσσουν τις δικές τους αντιλήψεις ή προσωπικές επιθυμίες, αλλά προτιμούν να συμβιβάζονται με όρους αποδεκτούς από την οικογένεια και τους ενηλίκους. Πολλοί από τους συγκεκριμένους νέους αναβάλλουν την κρίση της εφηβείας και τη μεταθέτουν αορίστως στο μέλλον. Κάποιοι από αυτούς θα την περάσουν στην ενήλικη ζωή ως κρίση ταυτότητας, αφού δεν θα έχουν βιώσει τα αρνητικά και τα θετικά αυτής της περιόδου ( Marcia ,1980).
Οι έφηβοι που βρίσκονται σε κατάσταση διάχυσης  είναι συναισθηματικά πιο ασταθείς και δεν μπορούν να εκδηλώσουν τις ικανότητες τους, αφού συνήθως εγκαταλείπουν εύκολα την προσπάθειά τους. Δεν έχουν αποκτήσει ακόμα μια σταθερή εικόνα του εαυτού τους ή ενός συγκεκριμένου στόχου, αλλά αμφιταλαντεύονται μονίμως και προτιμούν να ζουν στο εδώ και τώρα, αγνοώντας το μέλλον. Σε σχέση με τους γονείς τους μπορεί να έρχονται συχνά σε σύγκρουση λόγω παροδικής προσωπικής ανασφάλειας, αλλά δεν οδηγούνται σε ρήξεις η ακραίες συγκρούσεις (Craig & Baucum, 2008. Κουρκούτας, 2001, σ.131).
Οι έφηβοι που περνούν για μεγάλο χρονικό διάστημα αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις, διάφορους ρόλους και στρατηγικές ταυτότητας βρίσκονται σε κατάσταση αναστολής. Διαχρονικά αποδεικνύονται πιο σταθεροί από τους προηγούμενους νέους και παρά τα διλήμματα, τις αμφιταλαντεύσεις και τις παροδικές οπισθοδρομήσεις τους φαίνονται ικανοί να δεσμευτούν και να επενδύσουν σε κάποια μελλοντικά σχέδια και σε μια νέα εικόνα του εαυτού (Κουρκούτας 2001,σ.133)
Τέλος, η επίτευξη συγκρότησης της  ταυτότητας  θεωρείται η πιο σταθερή και πιο ώριμη κατάσταση (Marcia 1980). Οι νέοι που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση έχουν περάσει κρίση ταυτότητας και έχουν προβεί σε δεσμεύσεις. Ως εκ τούτου, φαίνεται να έχουν αποκτήσει σταθερή ιδεολογία, ένα ενιαίο και προσωπικό σύστημα αξιών και δεσμεύονται από τη δική τους «κοσμοθεωρία», ιδέες και αρχές. Πρόκειται για πιο ανεξάρτητους νέους, οι οποίοι επιδιώκουν λογικές αντιπαραθέσεις με τους δικούς τους χωρίς να χάνουν τον έλεγχο της συμπεριφοράς τους.
        Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι οι έφηβοι δεν προσκολλώνται απαραίτητα και μόνιμα σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες ταυτότητας. Ορισμένοι, μάλιστα, κινούνται από το μορατόριουμ στην κατακτημένη ταυτότητα και τανάπαλιν, σε αυτό που έχει αποκληθεί «κύκλος Μ-Α-Μ-Α»[3]. Για παράδειγμα, αν ένας έφηβος έχει καταλήξει στην αρχή της εφηβείας του ποια επαγγελματική πορεία θα ακολουθήσει, αργότερα ίσως αξιολογήσει εκ νέου την επιλογή του και μετακινηθεί σε διαφορετική κατηγορία ταυτότητας. Έτσι στην περίπτωση ορισμένων ατόμων η διαμόρφωση της ταυτότητας μπορεί να ολοκληρωθεί  περί στο τέλος της δεύτερης και στην αρχή της τρίτης δεκαετίας ζωής (Feldman, 78. Kroger, 2000. Meeus, 2003).

Πίνακας: Takashi Murakami, Surprise, 2009


[1] καθώς η πρώτη πραγματοποιείται στην πρώιμη παιδική ηλικία(1-2ετών). Στην πρώτη περίοδο αποχωρισμού το παιδί μεταβαίνει από μια περίοδο πλήρους εξάρτησης σε μία κατάσταση μεγαλύτερης αυτονομίας.
[2] Η έννοια της «κρίσης» δεν αναφέρεται σε διαταραχές, αλλά σε  αναπτυξιακές διαδικασίες άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έντονες (Κρασανάκης, 1992, σ. 49). 
[3] Από τους αγγλικούς όρους Moratorium-identity Achievement - Moratorium-identity Achievement (Feldman, 2010, σ. 77)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

CARL ROGERS: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ενσυναίσθηση- Ενεργητική ακρόαση