Η χρήση της παιδικής ζωγραφικής στην ανίχνευση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης (Μέρος 1ο)



1.1  Ιστορική Αναδρομή

Το ενδιαφέρον για τη συμβολή της τέχνης ως μέσο  για την συναισθηματική έκφραση και την αποτύπωση της προσωπικότητας του δημιουργού της, αρχίζει να κερδίζει όλο και μεγαλύτερο έδαφος στην Ευρώπη στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν πολλοί ειδικοί από το χώρο της ψυχιατρικής στηρίζουν την άποψη ότι η εικαστική έκφραση των ψυχικά νοσούντων ατόμων μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση της ψυχοπαθολογίας τους (Bristow,1993. Malchiodi, 2009).

Η άποψη αυτή αρχίζει να εδραιώνεται όλο και περισσότερο με την εμφάνιση των  ψυχαναλυτικών εννοιών και σταδιακά αποκτάται η επίγνωση  ότι τα σύμβολα είναι μια γλώσσα του ασυνειδήτου (Bristow 1993,20) Παράλληλα, οι πρώτοι θεραπευτές οι οποίοι χρησιμοποίησαν τις ζωγραφιές των παιδιών για την ανίχνευση της σεξουαλικής κακοποίησης, επικέντρωσαν τις ερμηνείες τους σε βασικές πτυχές της ψυχαναλυτικής θεωρίας, καθώς η εκπαίδευσή τους στηριζόταν εκτενώς σε αυτήν (Hagood,1998).

Βασισμένος στην εμπειρία του από τη θεραπεία ασθενών με συμπτώματα νεύρωσης, ο Freud  ανέπτυξε «τη Θεωρία της Αποπλάνησης» σύμφωνα με την οποία οι ενήλικες μπορεί να αποπλανήσουν παιδιά μέσα από μια ποικιλία σεξουαλικών δραστηριοτήτων. Η θεωρία αυτή μετεξελίχθηκε αργότερα ως «Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα» και «Σύμπλεγμα της Ηλέκτρας», σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά φέρονται να έχουν σεξουαλικές φαντασιώσεις σχετικά με τους γονείς του αντίθετου φύλου ως μία πορεία κανονικής ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης (Hagood, 1998).

Η αλλαγή κατεύθυνσης της ψυχαναλυτικής σκέψης είχε ως αποτέλεσμα οι θεραπευτές και άλλοι κλινικοί που χρησιμοποίησαν την τέχνη στη θεραπευτική διαδικασία με παιδιά, να ερμηνεύσουν τις ζωγραφιές τους ως σεξουαλικές ενορμήσεις και ασυνείδητες φαντασιώσεις για τους γονείς του αντίθετου φύλου. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, εάν ένα παιδί σχεδίαζε στις ζωγραφιές του  γεννητικά όργανα, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούσαν υπόνοια σεξουαλικής  κακοποίησης. Κατά τον ίδιο τρόπο, εάν ένας ενήλικας επιζών της σεξουαλικής κακοποίησης μετέφερε τις εμπειρίες του σε έναν ψυχαναλυτή, αυτές θεωρούνταν φαντασιώσεις (Hagood,1998).

Επιπλέον, η παρουσίαση από τον Freud της θεωρίας για την ερμηνεία των ονείρων οδήγησε αρκετούς κλινικούς να ερμηνεύουν τη δουλειά τους με την τέχνη υπέρ της σεξουαλικής κακοποίησης όταν τα παιδιά ζωγράφιζαν αντικείμενα τα οποία σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Freud αποτελούσαν σύμβολα γεννητικών οργάνων (Hagood,1998).

Η χρήση των  σχεδίων της ανθρώπινης φιγούρας στην αξιολόγηση της σεξουαλικής κακοποίησης έχει αναπτυχθεί αντλώντας αρχικά υλικό από την προβολική θεωρία όπως εκφράζεται στην ψυχαναλυτική θεωρία και τη θεωρία του εαυτού. Σύμφωνα με την προβολική θεωρία, πολλές πλευρές της προσωπικότητας του  ατόμου δεν μπορούν να αξιολογηθούν με μέσα που απευθύνονται στις συνειδητές γνώσεις του ατόμου. Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου θεωρείται απαραίτητο η παράκαμψη των μηχανισμών άμυνας και των αντιστάσεων του ατόμου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της συμβολικής δημιουργίας, καθώς το άτομο εκφράζει ασυνείδητες και συνειδητές επιθυμίες, φαντασιώσεις, προβληματισμούς, και γενικά προβάλλει τον εσωτερικό του κόσμο (Hagood,1998).

Οι ιδέες του Freud επεκτάθηκαν από τον Jung, ο οποίος χρησιμοποίησε την τέχνη ως το επίκεντρο της θεωρίας του για την προσωπικότητα και το ασυνείδητο. (Hagood, 1998.DeGraw,2002,30).Ο Jung υιοθέτησε στη θεωρία του την έννοια της «υπερβατικής λειτουργίας» (transcendent function)  σύμφωνα με την οποία ασυνείδητο υλικό προβάλλεται μέσω της τέχνης και ολοκληρώνεται με συνείδηση (Hagood,1998,26). H θεωρία του Jung επηρέασε  την ερμηνεία των παιδικών σχεδίων για τη σεξουαλική κακοποίηση και αποτέλεσε το θεμέλιο για την επαγγελματική ανάπτυξη των θεραπευτών που   αξιοποίησαν στη δουλειά τους την τέχνη.

Το ενδιαφέρον αυτό επεκτείνεται από την  ανάπτυξη της ψυχολογίας του παιδιού  και ως εκ τούτου αρχίζει να διερευνάται ένας πιο ολοκληρωμένος τρόπος κατανόησης της ζωγραφικής των παιδιών.



1.2  Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΟΛΙΚΩΝ ΤΕΣΤ: Το προβολικό σχέδιο της ανθρώπινης φιγούρας
Οι αρχικές μελέτες της παιδικής ζωγραφικής εστίασαν το ενδιαφέρον τους  αφενός στην παρατήρηση του τι ζωγράφιζαν τα παιδιά και πώς σε διάφορες ηλικίες, αφετέρου στην περιγραφή των σταδίων της καλλιτεχνικής έκφρασης των παιδιών (Malchiodi, 2009).

Το 1926, η Goodenough, στην διαδικασία επινόησης μιας κλίμακας νοημοσύνης αρθρώνει ένα διαφορετικό λόγο για τα σχέδια των παιδιών. Η Goodenough υποστήριξε ότι ορισμένες πτυχές της σχεδιαστικής εκτέλεσης συσχετίζονται  με τη νοητική ηλικία του παιδιού και άρα μπορούν να αξιοποιηθούν για τη μέτρηση της νοημοσύνης. Με βάση την παραπάνω άποψη, ανέπτυξε το τεστ «Ζωγράφισε έναν άνθρωπο» (Draw-Α-Μan/DAM,) για χρήση σε παιδιά ηλικίας 4-10 ετών, ενώ άφησε αιχμές ότι  το τεστ της απεικόνιζε όχι μόνο την ικανότητα της νοημοσύνης αλλά και πτυχές της προσωπικότητας  (Hagood, 1998.DeGraw,2002,30. Malchiodi, 2009).  

 Για την αξιολόγηση του τεστ χρησιμοποίησε ένα σύστημα βαθμολόγησης στοιχείων (Goodenough scoring system) τα οποία συχνά εμφανίζονται στη ζωγραφική των παιδιών. Τα στοιχεία αυτά αφορούν τον αριθμό των λεπτομερειών του σχεδίου, τις σωστές αναλογίες των μελών του σώματος και τον κινητικό συντονισμό. Η υιοθέτηση του ονόματος “Draw A-Person test”(DAP) από τη Machover, οδήγησε τους Goodenough και Harris να επανεκτιμήσουν τα αρχικά κριτήρια  βαθμολόγησης του “Draw-A-Man” τεστ , δημιουργώντας  μία λίστα από  71 στοιχεία για τα κορίτσια και 73 για τα αγόρια (Bristow, 1993. DeGraw, 2002. Grobstein, 1996. Hagood,  1998).

Το ενδιαφέρον για τα παιδικά σχέδια ως κλινικά εργαλεία επεκτάθηκε αργότερα από μελέτες για την προσωπικότητα το 1940. Ως εκ τούτου, αναπτύχθηκε η άποψη ότι τα σχέδια των παιδιών αποκαλύπτουν ανησυχίες και επιρροές οι οποίες δε σχετίζονται με την πνευματική τους ωριμότητα. Η δουλειά της Goodenough  υποστηρίχτηκε αργότερα στα έργα των Buck (1948), Machover (1949), οι οποίοι υποστήριξαν ότι τα σχέδια των παιδιών προβάλουν ένα παράθυρο  στον ψυχολογικό τους κόσμο (Bristow1993,21.Hagood,1998,59.Malchiodi,2009). Συγκεκριμένα, η μέθοδος της Machover Draw-Α- Person” βασίστηκε στην ψυχαναλυτική θεωρία και αποτελεί περισσότερο ένα διαγνωστικό εργαλείο της προσωπικότητας  παρά ένα τεστ με τυπικό σύστημα βαθμολόγησης (Grobstein 1996,54).

Η συνέχιση των υφιστάμενων αλλαγών στο αναπτυξιακό σύστημα βαθμολόγησης επαναδιατυπώθηκε το 1968 από την Elizabeth Koppitz η οποία αξιοποίησε το τεστ της Goodenough-Harris ως πρότυπο για να αναπτύξει ένα συντομότερο σύστημα βαθμολόγησης που ονομάστηκε Koppitz Developmental Inventory (KDI). Επιπλέον η Koppitz δημιούργησε μία λίστα με συναισθηματικούς δείκτες για τη χρήση του σχεδίου της ανθρώπινης φιγούρας με στόχο να καθορίσει τη συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού( Bristow,1993,19.Miller,2006,9). Παρά την αδυναμία να καθορίσει πειστικές αποδείξεις για την εγκυρότητα και αξιοπιστία της μεθόδου, η δουλειά της Koppitz έχει αναγνωριστεί στη βιβλιογραφία των προβολικών σχεδίων και εξακολουθεί να αξιοποιείται από τους κλινικούς (Grobstein 1996,57).
 
1.3  Τα προβολικά σχέδια της οικογένειας.
Οι μελέτες αξιολόγησης σχεδίων της οικογένειας έχουν διεξαχθεί από το 1930. Οι  Burns, Kaufman(1972) και Haulse (1951)  είχαν υποστηρίξει την άποψη ότι οι ζωγραφιές της οικογένειας παρέχουν μια πληθώρα πληροφοριών όχι μόνο για το άτομο που σχεδιάζει την εικόνα, αλλά και για τη διαπροσωπική δυναμική στα άτομα που απεικονίζονται ( DeGraw 2002,59).

Νεώτεροι ερευνητές προσανατολίστηκαν στα θέματά τους με τη ζωγραφιά της οικογένειας. Η τεχνική Σπίτι-Δέντρο-Πρόσωπο από τους Buck (1978), Hammer(1980 και  Koppitz(1968),  αποτελεί  μία προσπάθεια σύνδεσης στοιχείων που σχετίζονται με το οικογενειακό περιβάλλον. Το σπίτι θεωρείται ότι συμβολίζει τη σύνδεση αναφορικά με το περιβάλλον του σπιτιού και των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Το δέντρο θεωρείται ότι αντανακλά βαθύτερα και πιο ασυνείδητα  αισθήματα για τον/την δημιουργό του σχεδίου, ενώ ο σχεδιασμός της ανθρώπινης φιγούρας αντανακλά την εικόνα του σώματος, την αυτό-εικόνα, γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες ( Bristow 1993,22).

Ωστόσο όλες οι παραπάνω μελέτες εστίασαν την προσοχή τους στο μέγεθος και τις παραλείψεις ως βασικά στοιχεία του ενδιαφέροντος, κυρίως σε ενήλικες που ζωγράφιζαν την οικογένειά τους (DeGraw, 2002). Το προβολικό τεστ που γνώρισε  ραγδαία δημοσιότητα και αξιοποιήθηκε στη διάγνωση και τη θεραπεία  είναι το «Kinetic Family Drawing- KFD» (Κινητικό σχέδιο της Οικογένειας) το οποίο αποτελεί επεξεργασία του «Draw-A-Family Technique» (Ζωγράφισε την οικογένειά σου) .Κατά τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας ζητείται από τα παιδιά να ζωγραφίσουν όλα τα μέλη της οικογένειας καθώς και τον εαυτό τους την ώρα που κάνουν κάποιο είδος δραστηριότητας. Η οδηγία «να κάνουν κάτι» τονίζεται για να ενθαρρύνει τα παιδιά να ζωγραφίσουν εικόνες που μαρτυρούν δράση ανάμεσα στα πρόσωπα. Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι η μετακίνηση από την παραδοσιακή μέθοδο σχεδιασμού της οικογένειας θα κινητοποιούσε όχι μόνο τα συναισθήματα του παιδιού για τον εαυτό του, αλλά και τα συναισθήματα στο διαπροσωπικό τομέα (Bristow 1993,22, DeGraw 2002).

Η Malchiodi (2009) τονίζει ότι η ζωγραφιά της οικογένειας αποτελεί μία σύνθετη δοκιμασία και ενδεχομένως να προκαλέσει άγχος σε παιδιά που αντιμετωπίζουν οικογενειακά προβλήματα, έχουν αρνητικά συναισθήματα για την οικογένειά τους ή ντρέπονται για την οικογενειακή τους κατάσταση. Εναλλακτικά ο θεραπευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει άλλες εκφραστικές τεχνικές που δεν είναι απαραίτητα προβολικές

όπως « ζωγράφισε τον εαυτό σου και όποιο μέλος της οικογένειας θέλεις» ή ««Ζωγράφισε τα αγαπημένα σου πρόσωπα»  (DeGraw 2002. Malchiodi, 2009,).

Το K-F-D αξιολογήθηκε από την εξέταση του ύφους και της οργάνωσης του σχεδίου, το περιεχόμενο,τα φυσικά χαρακτηριστικά των προσώπων που απεικονίζονται στο σχέδιο και την απόσταση ανάμεσα στις φιγούρες (DeGraw,2002,60.Brook,1997).

Πέρα από την κατανόηση της δυναμικής της οικογένειας από τη σκοπιά του παιδιού, η δοκιμασία  «Kinetic Family Drawing» αποτελεί μία αναφορά της αυτοανάπτυξης μέσα στο οικογενειακό σύστημα. (DeGraw, 2002)

Παρότι οι θεραπευτές τείνουν περισσότερο προς την ερμηνεία του περιεχομένου και του ύφους των σχεδίων που κάνουν τα παιδιά για τις οικογένειές τους, είναι αναγκαίο να λαμβάνουν το αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού και να εξετάζουν με κριτικό μάτι τις ερμηνείες τους προτού καταλήξουν σε οριστική απόφαση. 
Φωτο:Ανακτήθηκε από:http//www.peopleandideas.gr/wp-content/uploads/2012/12/Antonio_Saura_Pinocchio.jpg

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

CARL ROGERS: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ενσυναίσθηση- Ενεργητική ακρόαση