Ο εκπαιδευτικός σε ρόλο συνεργασίας με τους γονείς

Portrait II - Joan Miro

Ένα μεγάλο πλήθος ερευνών σε διεθνές επίπεδο έχει αναδείξει τα θετικά αποτελέσματα που προκύπτουν από τη συνεργασία γονέων και σχολείου, όσον αφορά τους μαθητές ανεξαρτήτως ηλικίας και κοινωνικο-οικονομικού επίπεδου ή πολιτισμικού περιβάλλοντος, όσο και τους ίδιους τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, αλλά και την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης (Μπρούζος, 1998). 

 Στο σημείο αυτό αξίζει να τονίσουμε ότι τα γνωρίσματα της σύγχρονης κοινωνίας δυτικού τύπου μπορεί να επέφεραν κάποια θετικά αποτελέσματα στις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων, επέδρασαν όμως αρνητικά στην ανάπτυξη και μορφή των διανθρώπινων σχέσεων οι οποίες στο σύνολό τους μπορούν να χαρακτηριστούν ως μαζικές, απρόσωπες και ανταγωνιστικές. Ως εκ τούτου, οι κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώθηκαν επηρέασαν αρνητικά τις σχολικές, καθώς δεν διαπαιδαγωγούν το χαρακτήρα του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά αντίθετα τον αποπροσανατολίζουν, απειλούν την ισορροπία και ευτυχία του, εμπνέουν μια αντιφατική παιδαγωγική δεοντολογία. (Κοσμόπουλος, 2006, σ. 28)

 Αν επομένως για πολλούς αιώνες στο χώρο της εκπαίδευσης θεωρούνταν επαρκές ένα μορφωτικό μοντέλο στη βάση μιας αντίληψης που ο P Freire αποκαλεί «τραπεζική» σύμφωνα με την οποία το σχολείο και ιδιαίτερα ο εκπαιδευτικός ως βασικός συντελεστής της εκπαιδευτικής διαδικασίας ήταν απλώς αναμεταδότης εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, αυτό δεν ισχύει σήμερα (Κανάκης, 2001). Στις σύγχρονες ανοιχτές, πολυπολιτισμικές κοινωνίες, ο εκπαιδευτικός εκτός από την αγωγή, τη διδασκαλία και την αξιολόγηση των μαθητών, επωμίζεται επιπλέον κι έναν άλλο ρόλο. Τη συμβουλευτική διάσταση του έργου του η οποία είναι αλληλένδετη και αλληλοεξαρτώμενη με τις υπόλοιπες διαστάσεις αφού «η αξιολόγηση και η συμβουλευτική είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και αποτελούν τη δεύτερη δυαδική ενότητα. Ο εκπαιδευτικός δεν αρκεί να προβαίνει μόνο σε απλή εκτίμηση της επίδοσης του μαθητή, αλλά οφείλει παράλληλα να αφυπνίζει και να στηρίζει τις δυνατότητες εξέλιξης του» (Μπρούζος, 1998: 27). Εκτός από τις θεσμοθετημένες μορφές συνεργασίας σχολείου –οικογένειας, είναι εξίσου σημαντική και η μη θεσμοθετημένη συνεργασία ανάμεσα στο σχολείο και την οικογένεια. Ειδικότερα, η επικοινωνία εκπαιδευτικού με τους γονείς, αποτελεί μια περαιτέρω μορφή συνεργασίας ανάμεσα στα δύο μέρη (Μπρούζος, 1998).
Συνήθως όταν ένας γονέας κληθεί στο σχολείο δημιουργείται η αίσθηση στον τελευταίο ότι κάτι δεν πάει καλά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διακατέχονται από καχυποψία, επιφυλακτικότητα και άγχος. Προκειμένου να αμβλύνουν οι λανθασμένες αντιλήψεις που υποδαυλίζουν τις σχέσεις γονέων - εκπαιδευτικών απαιτείται από την πλευρά των εκπαιδευτικών η δημιουργία ενός κλίματος ασφάλειας και εμπιστοσύνης για το σκοπό της επικοινωνίας. Το κλίμα αυτό μπορεί να καλλιεργηθεί, αν η συμπεριφορά του εκπαιδευτικού απέναντι στους γονείς διακατέχεται από μία θετική στάση, όπως την περιγράφει ο C. Rogers (Μπρούζος, 2009).
 Το πρώτο βήμα του εκπαιδευτικού έγκειται στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας αμοιβαίας εκτίμησης, αποδοχής και εμπιστοσύνης μέσω της γνήσιας προσπάθειας του να διεισδύσει στον υποκειμενικό φαινομενολογικό κόσμο του γονέα, να κατανοήσει αυτόν και να κοινοποιήσει στο γονέα αυτά που αντιλαμβάνεται και νιώθει. Πρόκειται για την ικανότητα ενσυναίσθησης του εκπαιδευτικού κατά την οποία επιχειρεί να αντιληφθεί, να νιώσει και να κατανοήσει το συνομιλητή του, όπως ακριβώς νιώθει ο ίδιος τον εαυτό του. Η εμπειρία του γονέα ότι ο εκπαιδευτικός είναι σε θέση και έχει τη διάθεση να τον κατανοήσει είναι βασική προϋπόθεση για τη συνέχεια του διαλόγου. 
Το δεύτερο βήμα είναι η γνωστοποίηση των προσωπικών απόψεων του εκπαιδευτικού, σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα, εφόσον όπως αναφέρθηκε παραπάνω έχει εγκαθιδρυθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στον γονέα και τον εκπαιδευτικό. Η επιτυχής ενσυναίσθηση και η κοινοποίηση των κατανοηθέντων στο γονέα, επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές και αντιδράσεις σε αυτόν, αφού αισθάνεται ότι τον κατανοούν κι αναλαμβάνει βαθμιαία την ευθύνη για τον εαυτό του.
Στο τρίτο στάδιο κυριαρχεί η αντικειμενική αντιμετώπιση του θέματος του διαλόγου. Ο εκπαιδευτικός σε συνεργασία με τον γονέα αναζητούν την εύρεση πιθανής λύσης του προβλήματος για το οποίο κρίθηκε απαραίτητη η εν λόγω επικοινωνία. 
Στο τέταρτο στάδιο δοκιμάζονται οι λύσεις που προτείνονται και από τις δυο μεριές στην πράξη, ενώ ο εκπαιδευτικός και ο γονέας παραμένουν σε συνεχή επαφή και ανταλλάσσουν απόψεις για τη βελτίωση της προβληματικής κατάστασης. 
Αξίζει να σημειώσουμε ότι πολλές φορές οι γονείς πηγαίνουν να συναντήσουν τον εκπαιδευτικό όπως πηγαίνουν στο γιατρό, για να τους γράψει μια συνταγή για την επίλυση του προβλήματος τους. Επιπλέον, όταν ο εκπαιδευτικός ανακαλύψει στα πλαίσια της επικοινωνίας με κάποιον γονέα ότι τα προβλήματα στην επίδοση του παιδιού ανάγονται σε ενδοπροσωπικές συγκρούσεις των γονέων, καλό είναι να μην επέμβει ή να οδηγήσει το γονέα με διακριτικό τρόπο στην αναζήτηση στήριξης από ένα ειδήμονα (Μπρούζος, 1998, σ. 184-187). 
 Πίνακας:  http://www.wikiart.org/n/joan-miro/



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

CARL ROGERS: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ενσυναίσθηση- Ενεργητική ακρόαση